μόνωπος

μόνωπος
μόνωπος, -ον (Α)
βλ. μόνωψ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • BONASUS sive BONACUS — BONASUS, sive BONACUS Βονασὸς vel Βόναςςος Graecis, Paeonibus Μονωπὸς vel Μόναπος; melius Βονακὸς Salmafio, quasi Βούνακος vel Βοόνακος, quod corium bovis habeat com pilis; Animal Paeoniae peculiare, his verbis describitur Solino c. 40. In his… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”